καλαγκάθι

καλαγκάθι
καλάγκαθο τό панариций, ногтоеда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καλαγκάθι" в других словарях:

  • καλαγκάθι — το 1. κοινή ονομασία τής φλεγμονής που σχηματίζεται δίπλα σε νύχι τού χεριού ή τού ποδιού και καταλήγει σε απόστημα και διαπύηση 2. κοινή ονομασία ειδών τών γενών κενταύριο, καρλίνα, κνίκος …   Dictionary of Greek

  • καλακάνθι — και καλαγκάθι, το (AM καλακάνθη, η) το φυτό χαλκάνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χαλκάνθη] …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • συραγκάθι — το, Ν ιατρ. το καλαγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + αγκάθι] …   Dictionary of Greek

  • τριγυρίστρα — και τρογυρίστρα, η, Ν 1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της 2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • τριγυρίστρα — η 1. γυναίκα που τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή σε σπίτια, σοκακού. 2. διαπυημένη φλεγμονή γύρω από το νύχι, καλαγκάθι, θεριάγκαθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»